διαμονητήριος

διαμονητήριος
-α, -ο
σχετικός με τη διαμονή σε έναν τόπο
το ουδ. ως ουσ. το διαμονητήριο(ν)
α) τόπος διαμονής
β) έγγραφη άδεια παραμονής (αλλοδαπού σε έναν τόπο, επισκέπτη στο Άγιο Όρος κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”